τένων,-οντος

τένων,-οντος
N 3 0-0-0-0-1=1 4 Mc 9,28
sinew

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τένων — οντος, ὁ, ΜΑ βλ. τένοντας …   Dictionary of Greek

  • τένοντας — ο / τένων, οντος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ανατ. σχοινιοειδής ή ταινιοειδής ινώδης σχηματισμός ποικίλου μήκους και με υπόλευκο χρώμα, ο οποίος συνδέει τους μυς με τα οστά ή με άλλα ανατομικά στοιχεία 2. φρ. «αχίλλειος τένοντας» ανατ. ο καταφυτικός τένοντας …   Dictionary of Greek

  • τενοντοθηκίτιδα — η, Ν ιατρ. η τενοντελυτρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, οντος + θήκη + ίτιδα*, νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tenosynovitis < teno (< τένων) + synovitis «αρθροθυλακίτιδα»] …   Dictionary of Greek

  • τενοντάγρα — ἡ, Α δυσκαμψία τών τενόντων τού αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, οντος + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο» (πρβλ. ποδ άγρα)] …   Dictionary of Greek

  • τενοντίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού τενόντιου ιστού από μικροβιακή, εκφυλιστική ή μηχανική αιτία, η οποία οδηγεί σε αλλοιώσεις τών τενόντιων ιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, οντος + ίτιδα*] …   Dictionary of Greek

  • τενονταλγία — η, Ν ιατρ. πόνος τών τενόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tenalgie < ten (< τένων, οντος) + αλγία*] …   Dictionary of Greek

  • τενοντελυτροειδίτιδα — η, Ν ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τενόντιου ελύτρου, μικροβιακής αιτιολογίας ή οφειλόμενη σε επαγγελματική ή αθλητική καταπόνηση ή σε προηγηθείσα κάκωση, αλλ. τενοντοθηκίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tenovaginitis < teno… …   Dictionary of Greek

  • τενοντογραφία — η, Ν 1. περιγραφή τών τενόντων τού μυϊκού συστήματος, τενοντολογία 2. κλάδος τής ανατομικής σχετικός με την περιγραφή και την εξέταση τών τενόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, οντος + γραφία*] …   Dictionary of Greek

  • τενοντοδεσία — η, Ν ιατρ. εγχειρητική μετατόπιση τής έμφυσης ενός τένοντα, με σκοπό τον περιορισμό ή την αναστολή τών κινήσεων παρακείμενης αρθρώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tenodese < teno (< τένων, οντος) + δεσία < δέτης < δένω] …   Dictionary of Greek

  • τενοντοκοπώ — έω, Α αποκεφαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, οντος + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. σφυρο κοπῶ] …   Dictionary of Greek

  • τενοντολογία — η, Ν ιατρ. τενοντογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, οντος + λογία*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”